- δύσμοιρος
- -η, -οκακότυχος, κακόμοιρος, δύστυχος: Δεν έχει κανένα το δύσμοιρο ορφανό!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δύσμοιρος — η, ο (AM δύσμοιρος Α και δύσμορος) δύστυχος, κακότυχος … Dictionary of Greek
δυσμοίρων — δύσμοιρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμοίρῳ — δύσμοιρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμοιροτέρας — δυσμοιροτέρᾱς , δύσμοιρος fem acc comp pl δυσμοιροτέρᾱς , δύσμοιρος fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσμοιρ' — δύσμοιρα , δύσμοιρος neut nom/voc/acc pl δύσμοιρε , δύσμοιρος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμοιρος — η, ο (Α ἄμοιρος, ον) 1. αυτός που δεν έχει καλή μοίρα, δύσμοιρος, άτυχος, δυστυχής 2. (με γενική) αυτός που δεν μετέχει σε κάτι ή στερείται κάτι αρχ. ο απαλλαγμένος από κάτι κακό «ἄμοιρος ὕβρεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μοῖρα. ΠΑΡ. αμοιρέω,… … Dictionary of Greek
ιόμωροι — ἰόμωροι, οἱ (Α) (για τους Αργείους) 1. θορυβώδης, ταραχώδης, φωνακλάς («Ἀργεῑοι ἰόμωροι», Ομ. Ιλ.) 2. δυστυχής, άθλιος, δύσμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά δύο φορές στην Ιλιάδα ως προσδιοριστικό τού ον. Αργείοι. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek